- δίκαιο
- Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη θεωρητική επεξεργασία και εξέφρασε διάφορες κοινωνικοπολιτικές απόψεις. Σύμφωνα με τη σύγχρονη νομική επιστήμη δ. είναι το σύστημα των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των προσώπων που υπάγονται σε αυτό με ισχύ δεσμευτικότητας.
Από την άποψη της έκτασης εφαρμογής του, το δ. μπορεί να είναι εθνικό ή στενότερα κρατικό (να αφορά τους πολίτες ενός έθνους όπου και αν βρίσκονται ή στενότερα τους κατοίκους ενός συγκεκριμένου εδαφικού χώρου), ή διεθνές, το οποίο θεσπίζεται από τους διεθνείς οργανισμούς και υιοθετείται από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Βασικά στοιχεία του δ. είναι η ρύθμιση και ο εξαναγκασμός. Η ρύθμιση αφορά τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς των ατόμων ή των ομάδων στο κοινωνικό σύνολο. Το δ., δηλαδή, υπαγορεύει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Κάθε παράβαση νομικής υποχρέωσης συνοδεύεται και από τις συνέπειες που προβλέπονται στον νόμο. Το είδος των συνεπειών (κυρώσεων) είναι ανάλογο με την κατηγορία του δ. (ποινικό, αστικό κλπ.). Ο βαθμός εξαναγκασμού, που απορρέει από την εφαρμογή του δ., ποικίλλει. Χάρη στο στοιχείο του εξαναγκασμού, το δ. με τη νομική του έννοια διαφέρει από την ηθική υποχρέωση και το έθιμο, που αποτελούν επίσης ένα είδος ρύθμισης συμπεριφοράς.
Το δ. διακρίνεται σε πολλές κατηγορίες, οι βασικότερες από τις οποίες είναι οι εξής:
α) Θετικό και φυσικό δ. Θετικό είναι το θεσπισμένο δ., δηλαδή το σύνολο των κανόνων (γραπτών και εθιμικών) που διέπουν τις σχέσεις των προσώπων με δεσμευτική ισχύ. Για το φυσικό δ. παλαιότερα υποστηρίχθηκε η άποψη ότι είναι εκείνο που απορρέει από τη φύση του ανθρώπου και των κοινωνικών του σχέσεων. Είναι αιώνιο και αμετάβλητο και στηρίζεται στις ηθικές αξίες και στη λογική. Επίσης, είναι ανώτερο από το θετικό δ. και πολλές φορές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ηθική και τη λογική του βάση, στηρίζει το θετικό. Το φυσικό δ. επικαλέστηκαν τόσο οι προοδευτικές και επαναστατικές θεωρίες για να στηρίξουν τις ιδέες τους στο σημείο που έρχονταν σε αντίθεση με το θετικό δ. (την παλαιότερη επίκληση του φυσικού δ. συναντάμε στην Αντιγόνη του Σοφοκλή) όσο και οι συντηρητικές, που το χρησιμοποίησαν για θέματα όπως η προάσπιση της ιερότητας του θεσμού του γάμου, η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας κλπ. Σήμερα η θεωρία του δ. δεν αποδέχεται το φυσικό δ. με την έννοια που αναφέρθηκε παραπάνω. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ορισμένες γενικές αρχές που διέπονται από το πνεύμα της δικαιοσύνης και επηρεάζουν τη διαμόρφωση και ιδιαίτερα την ερμηνεία του θετικού δ.
β) Άλλη σημαντική διάκριση είναι ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό δ. Η διάκριση αυτή έχει κυρίως μεθοδολογική αξία, γιατί ουσιαστικά το σύνολο του δ. είναι ενιαίο· η διαφοροποίηση αφορά τους φορείς και τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται, τη ρύθμιση των αντικειμένων που αφορά, την εμβέλειά του κλπ. Ως δημόσιο ορίζεται το δ. που ρυθμίζει την οργάνωση και τις σχέσεις των φορέων της κρατικής εξουσίας (κράτος, δήμοι, δημόσια ιδρύματα κλπ.) μεταξύ τους και με τους ιδιώτες, σε σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου. Διακρίνεται σε διάφορους κλάδους, ανάλογα με το αντικείμενο της ρύθμισης. Έτσι, υπάρχει το δημόσιο διεθνές δ., το συνταγματικό, το διοικητικό, το ποινικό και τα δικονομικά δ. Ιδιωτικό ονομάζεται το δ. που ρυθμίζει τις σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους και με τους φορείς της κρατικής εξουσίας, όταν αυτοί λειτουργούν εκτός της εξουσιαστικής δομής, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά την αγορά υλικού από ένα κρατικό νοσοκομείο. Το ιδιωτικό δ. διακρίνεται βασικά στο αστικό και στο εμπορικό δ., τα οποία υπάγονται με τη σειρά τους σε περαιτέρω διακρίσεις. Παράλληλα, το ιδιωτικό δ. περιλαμβάνει κλάδους που παρουσιάζουν κάποια ιδιορρυθμία και ενέχουν πολλά στοιχεία δημοσίου δ., εξαιτίας του γενικότερου ενδιαφέροντος και της φύσης τους· αυτοί είναι: το εκκλησιαστικό δ., το ιδιωτικό διεθνές και το εργατικό δ.
γ) Ουσιαστικής και πρακτικής σημασίας διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στο αναγκαστικό και στο ενδοτικό δ. Βασικό στοιχείο της διαφοράς τους είναι η ύπαρξη δυνατότητας, στους κανόνες ενδοτικού δ., διαφορετικής επίλυσης της διαφοράς των προσώπων από αυτή που προβλέπεται από τη νομική ρύθμιση. Στους κανόνες αναγκαστικού δ. δεν επιτρέπεται διαφοροποίηση από τη θεσπιζόμενη διάταξη με ειδική συμφωνία. Τέτοιοι είναι όλοι οι κανόνες του δημοσίου δ. καθώς και οι κανόνες ιδιωτικού δ. που χαρακτηρίζονται ως κανόνες δημοσίας τάξης ή, για παράδειγμα, εκείνοι που ρυθμίζουν τις οικογενειακές σχέσεις, πολλοί κανόνες του κληρονομικού δ., αλλά και των άλλων κλάδων όπου δεν επιτρέπεται διαφορετική συμφωνία κλπ. Το ενδοτικό δ. αποβλέπει κυρίως στη ρύθμιση σχέσεων που οι ενδιαφερόμενοι είτε παρέλειψαν να ρυθμίσουν οι ίδιοι είτε επέλεξαν τη ρύθμισή τους από τους αρμόδιους κανόνες. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας σύμβασης δανείου, αν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν καθορίσει τον χρόνο απόδοσής του, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, το δάνειο αποδίδεται έναν μήνα μετά από την καταγγελία ή χωρίς καταγγελία αν είναι άτοκο. Η διανομή ενός πράγματος ανάμεσα στους κοινούς ιδιοκτήτες ρυθμίζεται λεπτομερειακά από τον Α.Κ., αλλά η οποιαδήποτε συμφωνία ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους ισχύει, εκτός από εκείνες που αποκλείονται με ρητή διάταξη.
δ) Άλλη σπουδαία διάκριση είναι μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού δ. To πρώτο ρυθμίζει τις σχέσεις συμβίωσης στο πλαίσιο οργανωμένης κοινωνίας, ενώ το δεύτερο ορίζει τα όργανα και τη διαδικασία για την επίλυση των διαφορών που δημιουργούνται από τις σχέσεις αυτές και, γενικότερα, προβλέπει τη λειτουργία των δικαστηρίων και των άλλων φορέων της δικαιοσύνης σε σχέση με την εφαρμογή του ουσιαστικού δ.
Από την άποψη των πηγών του δ. υφίσταται η διάκριση ανάμεσα σε ουσιαστικούς και σε τυπικούς κανόνες. Ουσιαστικοί είναι όλοι οι κανόνες που περιέχουν τα βασικά στοιχεία του δ. (ρύθμιση σχέσεων και εξαναγκασμός) και μπορούν να εφαρμοστούν επιβαλλόμενοι είτε από την ανάγκη είτε από τις παραδόσεις και τις συνήθειες είτε λόγω άμεσης επιβολής αυτών με οποιονδήποτε τρόπο και από οποιονδήποτε φορέα (βία, πειθώ, δημιουργία συνθηκών). Τυπικοί κανόνες είναι εκείνοι που έχουν περιβληθεί και το εξωτερικό στοιχείο του κύρους τους ως κανόνες δ. Είναι οι νόμοι και τα έθιμα.
Ανάμεσα στους κανόνες του δ. υπάρχει ιεραρχική σχέση, με την έννοια ότι ο κατώτερος υποχωρεί μπροστά στον ανώτερο. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην εφαρμόζουν νόμους αντίθετους προς το σύνταγμα ή τις συνταγματικές πράξεις. Επίσης τα διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις πρέπει να συμφωνούν προς τους νόμους και το σύνταγμα· σε διαφορετική περίπτωση τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να αρνηθούν την εφαρμογή τους. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις διοικητικές πράξεις, οι οποίες μπορούν και να ακυρωθούν με ειδική διαδικασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η ιεραρχική αυτή σχέση των διατάξεων του δ. αποτελεί στοιχείο της δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους που χαρακτηρίζεται κράτος δ., σε αντιπαράθεση με το αστυνομικό κράτος, το κράτος δηλαδή της αυθαιρεσίας των οργάνων που ασκούν την εξουσία.
δ.και κοινωνία.Ιδιαίτερα καίρια είναι η αρχή που διατυπώνεται στο απόφθεγμα ubi societas, ibi jus (όπου κοινωνία, εκεί και δ.). Η αρχή αυτή τονίζει ότι το δ. είναι αναπόσπαστο από την κοινωνία και αντίστροφα. Δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς νομική οργάνωση και αντίστροφα, η ύπαρξη νομικής οργάνωσης συνεπάγεται την ύπαρξη κοινωνίας.
δ. και κράτος. Η πιο πολύπλοκη, πιο οργανωμένη, πιο τέλεια (στο είδος της) κοινωνία που γνωρίζουμε είναι το κράτος. Θα ήταν όμως λάθος να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει δ. έξω από το κράτος. Αρκεί να αναφερθεί όχι μόνο η ύπαρξη αξιόλογων και αναγνωρισμένων νομικών καθεστώτων, όπως το διεθνές νομικό καθεστώς ή το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας, αλλά επίσης ειδικότεροι και μικρότερης σημασίας κανονισμοί που υπάρχουν μέσα στον χώρο του κράτους, άλλοτε αναγνωρισμένοι και άλλοτε διωκόμενοι από το ίδιο το κράτος. Υποστηρίχθηκε, σε τόνο πολεμικής, ότι το κράτος δεν έχει το μονοπώλιο της παραγωγής δ., και πολύ περισσότερο δεν δημιουργεί τη νομική ουσία, αλλά ότι απλώς περιβάλλει με το κύρος του και προβάλλει εκείνες τις μορφές νομικής ζωής τις οποίες το ίδιο θεωρεί ωφέλιμες. Η άποψη αυτή θεωρείται υπερβολική και συνεπώς θα πρέπει να γίνεται δεκτή με πολλές επιφυλάξεις. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους το κράτος καθιερώνει εξαρχής το δ. και συνεπώς δεν περιορίζεται στην υιοθέτηση ενός δ. που έχει ήδη διαμορφωθεί από πριν με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων των κοινωνικών ομάδων· ωστόσο, η θέση αυτή περιέχει στοιχεία αλήθειας στον βαθμό που σημαίνει ότι η οποιαδήποτε κοινωνική οργάνωση δημιουργεί το δικό της νομικό καθεστώς, θέτει τους δικούς της νομικούς κανόνες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οργάνωση, για παράδειγμα, της μαφίας ορίζει τους δικούς της κανόνες και κυρώσεις, που ισχύουν στον κύκλο της. Το αδιαμφισβήτητο στοιχείο του εγκληματικού της χαρακτήρα στο πλαίσιο του κράτους δεν εμποδίζει να δεχτούμε ότι η μαφία αποτελεί μια κοινωνία και ότι και σε αυτή την κοινωνία είναι αναγκαστικά παρούσα η νομική διάσταση. Το ίδιο ισχύει και για άλλες κοινωνικές οργανώσεις (π.χ. για τις αθλητικές οργανώσεις), οι οποίες δημιουργούν νόμους και κανονισμούς που επιβάλλονται στα μέλη τους. Αυτοί οι νόμοι και οι κανονισμοί μπορεί να είναι κατά ένα μέρος αναγνωρισμένοι από το κράτος στο οποίο λειτουργούν αυτές οι οργανώσεις και κατά ένα μέρος όχι.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα το κράτος είναι η μέγιστη κοινωνία και ότι συνεπώς είναι ο μέγιστος δημιουργός του δ.: το δ. του κράτους, το κρατικό νομικό καθεστώς, αποτελεί την πιο συμπαγή εκδήλωση του νομικού φαινομένου του δ.
θετικό δ.και ισχύον δ.Θετικό δ. ονομάζεται το δ. που έχει τεθεί, δηλαδή παραχθεί από το κράτος. Θα ήταν όμως ανακριβές να ταυτιστεί το θετικό δ. κατά απόλυτο τρόπο με το ισχύον δ., δηλαδή με το εφαρμοζόμενο στην πράξη δ. Στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζεται το σύνολο του θετικού δ. Υπάρχουν πολυάριθμοι νόμοι που δεν εφαρμόζονται. Πρόκειται για το φαινόμενο της αχρησίας, σύμφωνα με το οποίο ένας νόμος που εκδόθηκε πριν από πολλά χρόνια ή δεκαετίες, μην μπορώντας πια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για τις οποίες είχε εκδοθεί, δεν βρίσκει εφεξής εφαρμογή, χωρίς όμως να είναι αναγκαία η παρεμβολή μιας πράξης τυπικής κατάργησης. Από τυπική άποψη, ο νόμος που έπεσε σε αχρησία παραμένει τμήμα του θετικού δ., αλλά δεν μπορεί πια να θεωρείται τμήμα του ισχύοντος δ.
δημόσιο δ. Το δημόσιο και το ιδιωτικό δ. υποδιαιρούνται με τη σειρά τους σε διάφορους κλάδους. Οι κυριότερες διακρίσεις του δημοσίου δ. είναι: το συνταγματικό, το διοικητικό, το δικονομικό, το ποινικό, το δημοσιονομικό, το εκκλησιαστικό και το διεθνές δημόσιο δ. Το συνταγματικό δ. αποτελείται από τους θεμελιώδεις κανόνες της οργάνωσης του κράτους και τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ κράτους και πολίτη, οι οποίοι περιέχονται στο σύνταγμα και σε άλλους συνταγματικούς νόμους· οι κανόνες αυτοί είναι απολύτως απαράβατοι από μέρους των πολιτών, από μέρους των οργάνων του κράτους και των οργάνων των άλλων δημοσίων οργανισμών. Επιπλέον, στα κράτη όπου ισχύει αυστηρής μορφής σύνταγμα, οι κανόνες αυτοί είναι απαράβατοι και από μέρους του νομοθέτη, εκτός αν ακολουθηθεί η πολύπλοκη διαδικασία που ονομάζεται συνταγματική αναθεώρηση.
Το διοικητικό δ. αποτελείται από το σύνολο των νόμων που αναφέρονται στη λειτουργία και στην οργάνωση των υπηρεσιών και των οργάνων του κράτους και των άλλων δημοσίων οργανισμών (δήμων, κοινοτήτων κλπ.), καθώς και στις σχέσεις μεταξύ αυτών των υπηρεσιών και των ιδιωτών. Κατά μεγάλο μέρος περιλαμβάνει κανόνες υποχρεωτικής εφαρμογής, αλλά υπάρχουν επίσης και τομείς του διοικητικού δ. που περιέχουν κανόνες προαιρετικής εφαρμογής. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με τις περιουσιακές σχέσεις των δημοσίων οργανισμών, ως προς τις οποίες οι τελευταίοι βρίσκονται, από ορισμένες απόψεις, σε ανάλογη κατάσταση με τους ιδιώτες κατά τη διαχείριση των υποθέσεών τους.
Το δικονομικό δ., είτε ποινικό είτε αστικό, αποτελείται από τους νόμους που ρυθμίζουν την οργάνωση των οργάνων της δικαιοσύνης (οργανισμός των δικαστηρίων) και τη διεξαγωγή της δίκης (ποινικής και αστικής). Και σε αυτήν, και ειδικότερα στην ποινική δίκη, κυριαρχούν οι κανόνες υποχρεωτικής εφαρμογής, αν και υπάρχουν περιπτώσεις μη υποχρεωτικών κανόνων για τους ιδιώτες.
Το ποινικό δ. περιλαμβάνει όλους τους νόμους που προβλέπουν την ειδική εκείνη κύρωση που ονομάζεται ποινή. Σε αυτό εκδηλώνεται η τιμωρός εξουσία του κράτους, η οποία ακολουθεί την παράβαση νόμων από μέρους των ιδιωτών. Το κράτος θεωρεί αυτούς τους κανόνες τόσο ουσιώδεις για τη συντήρησή του, ώστε να μη δέχεται, κατά κανόνα, να τίθεται η κυρωτική διαδικασία σε κίνηση από τους ιδιώτες που ζημίωσε η διάπραξη του εγκλήματος. Έτσι, τα περισσότερα ποινικά αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως, ενώ την πρόοδο της διαδικασίας αναλαμβάνουν αποκλειστικά τα δικαιοδοτικά όργανα. Ωστόσο, ορισμένα αδικήματα δεν διώκονται παρά μόνο αν το ζητήσει ο παθών με έγκληση, μέσα σε τρεις μήνες από τη στιγμή που ήλθε σε γνώση του η αξιόποινη πράξη και ο δράστης αυτής. Τέτοια αδικήματα είναι, για παράδειγμα, η εξύβριση, η ελαφρά σωματική βλάβη και ο βιασμός.
Άλλοι υποκλάδοι του δημοσίου δ. είναι: το δημοσιονομικό δ. (τμήμα του διοικητικού δ.) που αποτελείται από νόμους οι οποίοι αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν στο κράτος και στους άλλους δημόσιους οργανισμούς τα αναγκαία οικονομικά μέσα για την ανάπτυξη των λειτουργιών και υπηρεσιών τους· το εκκλησιαστικό δ., που αποτελείται από τους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ κράτους και Εκκλησιών (ιδιαίτερα της Ορθόδοξης ή, στις καθολικές χώρες, της Καθολικής)· το διεθνές δημόσιο δ., κλάδος στον οποίο το κράτος δεν κατέχει πια τη θέση του αποκλειστικού δημιουργού του νομικού κανόνα, αλλά τη θέση ενός μέλους μιας κοινότητας περισσότερων κρατών (π.χ. του OHE) ή του σκέλους μιας σχέσης στην οποία ένα άλλο κράτος είναι ο αντισυμβαλλόμενος, κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον κατά τον οποίο, στα πλαίσια του εσωτερικού δ. του κράτους, δύο ιδιώτες αποτελούν μέρη μίας σύμβασης: τα διεθνή σύμφωνα και οι διεθνείς συμβάσεις συνιστούν τη μορφή κατά την οποία δύο ή περισσότερα κράτη αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και αμοιβαία καθήκοντα. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι το συμβατικό διακρατικό δ. και γενικότερα το διεθνές δημόσιο δ. αναλύεται σε απλές συμφωνίες μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων· εκτός από τις διμερείς συμφωνίες, υπάρχουν πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών ή κρατών και διεθνών οργανισμών, και ιδιαίτερα συμβάσεις προσχώρησης, που εκφράζουν γνήσιες καταστάσεις αντικειμενικού διεθνούς κρατικού δ., στις οποίες είναι υποχρεωμένα τα κράτη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να υποταχθούν, όπως περίπου τα άτομα υποτάσσονται στο αντικειμενικό δ. του κράτους. Άλλωστε έχουν αναγνωριστεί σήμερα, σε σημαντική έκταση, γενικές αρχές δ. που δεσμεύουν σε διεθνή ή και σε παγκόσμια κλίμακα τη συμπεριφορά των κυβερνήσεων και των ατόμων. Στα πλαίσια των αρχών αυτών τείνουν να συγκροτηθούν αυθεντικοί διεθνείς οργανισμοί που ξεπερνούν τα όρια και τις δυνατότητες του παραδοσιακού διεθνούς συμβατικού δ. (παράλληλα με τους γνωστούς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση κλπ., δημιουργείται και ειδικό προσωπικό που δεν αντιπροσωπεύει τις κυβερνήσεις αλλά τα συμφέροντα της διεθνούς νομικής τάξης: προσωπικό διεθνών γραφείων, γραμματείες, διεθνείς υπάλληλοι κλπ.). Τέλος, όπως στη διεθνή κοινωνία δεν διασταυρώνονται μόνο διακρατικά συμφέροντα αλλά και συμφέροντα απλών ομάδων και ιδιωτών, το διεθνές δ. στο σύνολό του, αλλά και το διεθνές δημόσιο δ. ειδικότερα, έχουν προσλάβει σήμερα μια πολύ πιο πολύπλοκη μορφή από την παλαιότερη συναλλακτική μορφή του διακρατικού δ., που εξυπηρετούσε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο η διεθνής διπλωματία. Στη σημερινή διεθνή κοινωνία συνυπάρχουν εκδηλώσεις συμβατικού διακρατικού δ. και εκδηλώσεις ομοσπονδιακής νομικής ζωής.
ιδιωτικό δ. Αναφέρθηκε ήδη ότι η ενδοτικότητα των κανόνων είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιδιωτικού δ., το οποίο περιλαμβάνει κατά παράδοση το αστικό και το εμπορικό δ.
To αστικό δ. είναι o κλάδος του δ. που περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό κανόνων προαιρετικής εφαρμογής· o κλάδος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά όλες τις καταστάσεις κοινωνικής υφής, στις οποίες ένα πρόσωπο συνάπτει σχέσεις με ένα άλλο πρόσωπο σε θέση ισότητας, χωρίς δηλαδή την παρέμβαση μιας ανώτατης αρχής.
Οι κλάδοι του αστικού δ. είναι: το οικογενειακό δ. (που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας), το κληρονομικό δ. (που περιλαμβάνει τους κανόνες της κληρονομικής διαδοχής), το εμπράγματο δ. (δηλαδή το δ. που ρυθμίζει την εξουσία του ατόμου επί πραγμάτων), το ενοχικό δ. (που ρυθμίζει τις συναλλακτικές σχέσεις των ατόμων), το εργατικό δ. (που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και διαμορφώνει το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας της εργασιακής σχέσης). Αυτές είναι οι κυριότερες υποδιαιρέσεις του ελληνικού αστικού δ., στις οποίες, σε διδακτικό επίπεδο, προστίθεται ο κλάδος των γενικών αρχών και εκείνος του ιδιωτικού διεθνούς δ. Ο τελευταίος αφορά το τμήμα του δ. που αφορά τις σχέσεις ιδιωτικού (αστικού ή εμπορικού) δ. κατά τις οποίες εμπλέκονται, για ποικίλους λόγους (τόπος σύναψης της σύμβασης, κατοικία, τοποθεσία ενός ακινήτου κλπ.), κανόνες δύο ή περισσότερων εθνικών εννόμων τάξεων.
Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι το σύνολο του δ. που κατά παράδοση περιλαμβάνεται στον κύκλο του αστικού δεν αποτελείται από κανόνες προαιρετικής εφαρμογής. Ειδικά στο οικογενειακό δ. (για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τον γάμο) και στο εργατικό δ. (για παράδειγμα σε ό,τι αφορά ορισμένα δικαιώματα του παρέχοντος την εργασία, από τα οποία δεν μπορεί να παραιτηθεί) υπάρχουν πολλοί κανόνες υποχρεωτικής εφαρμογής, ανάλογα με τη σημασία που το κράτος αποδίδει σε επιμέρους θεσμούς, όπως είναι ο γάμος ή η παροχή εργασίας.
ιδιωτικό διεθνές δ. Πρόκειται για εθνικό δ. το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις των αλλοδαπών προς την έννομη τάξη μιας πολιτείας. Ο ελληνικός Α.Κ. περιέχει ειδικό κεφάλαιο, στο οποίο προβλέπεται το εφαρμοστέο δ. για κάθε είδος ιδιωτικών σχέσεων. Τα δικαστήρια εφαρμόζουν ελληνικό ή ξένο δ. κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, στις προσωπικές σχέσεις, όπως ικανότητα δ., αφάνεια, ικανότητα δικαιοπραξίας, απαγόρευση, οικογενειακές σχέσεις κλπ., εφαρμόζεται το δ. της ιθαγένειας του προσώπου· για τα αδικήματα εφαρμόζεται το δ. του τόπου όπου έχουν διαπραχθεί· για τις δικαιοπραξίες και γενικά τις συμβάσεις ισχύουν επιλεκτικά το δ. της ιθαγένειας των μερών, το δ. του τόπου όπου συνάπτονται ή γενικά το δ. που αρμόζει ανάλογα με τις περιστάσεις. Ωστόσο, οι διατάξεις του αλλοδαπού δ. δεν εφαρμόζονται στην ημεδαπή, εάν η εφαρμογή τους προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά προσβάλλει τη δημόσια τάξη.
Αγγλικό δικαστήριο περίπου το 1720. Το αγγλικό δίκαιο χαρακτηρίζεται από την υπεροχή της νομολογίας και τη σαφήνεια της διατύπωσης.
Δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το 2001 (φωτ. ΑΠΕ).
Πριν από τη Γαλλική επανάσταση, τα διατάγματα του βασιλιά περί δικαίου είχαν ισχύ νόμου, όπως το εικονιζόμενο διάταγμα του Καρόλου E’, τον Αύγουστο του 1374 (Εθνικά Αρχεία, Παρίσι).
Έκδοση της συλλογής γνωμών δικαίου «Corpus Juris Civilis», που τυπώθηκε στο Άμστερνταμ το 1603.
Η νομική κληρονομιά της Ρώμης διασώθηκε με το «Corpus Juris Civilis», μεγάλη συλλογή γνωμών περίφημων νομομαθών «Digesta» και νόμων που συνιστούσαν το δίκαιο της εποχής (Κώδικας και Νεαρές), που είχε συνταχθεί με διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στη φωτογραφία, έκδοση των «Digesta», τυπωμένη στη Φλωρεντία το 1503.
Προμετωπίδα του «Ναπολεόντειου Αστικού Κώδικα», αναφερόμενου στο γαλλικό δίκαιο, σε έκδοση του 1807.
Ο νομοθέτης εκφραστής του δικαίου, όπως εικονίζεται συμβολικά σε «Πανδέκτη» του 13ου αι.
Ο δικαστής Αντόνιο ντα Μπούντριο παραδίδει μαθήματα κανονικού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια, όπως απεικονίζεται σε μικρογραφία από κώδικα του 15ου αι. (Αγγελική Βιβλιοθήκη, Ρώμη).
Η «Δωδεκάδελτος», το αρχαιότερο γνωστό κείμενο του ρωμαϊκού δικαίου (Μουσείο Ρωμαϊκού Πολιτισμού, Ρώμη).
* * *και δίκιο, το (AM δίκαιον)βλ. δίκαιος.
Dictionary of Greek. 2013.